βεβαιωτικός — ή, ό επίρρ. βεβαιωτικά 1. αυτός που επιβεβαιώνει, επικυρώνει κάτι: Οι πράξεις του είναι βεβαιωτικές των λόγων του. 2. καταφατικός: Βεβαιωτικά μόρια. – Βεβαιωτικά επιρρήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμέ — και αμή και αμά και αμ’ (σύνδ.) (Μ ἀμμή) 1. (αντιθετικά) αλλά, όμως, αλλά όμως, μολαταύτα 2. (προσθετικά, επιτατικά) αλλά και, αλλά ακόμη, επιπροσθέτως 3. (βεβαιωτικά) αλλά βέβαια, και βέβαια 4. (απορηματικά) μήπως, αλλά μήπως 5. (ελλειπτικά)… … Dictionary of Greek
βεβαιωτικός — ή, ό (AM βεβαιωτικός, ή, όν) [βεβαιωτής] ικανός, κατάλληλος για επιβεβαίωση, επιβεβαιωτικός νεοελλ. γραμμ. «βεβαιωτικά μόρια» άκλιτες λέξεις που σημαίνουν κατάφαση με βεβαιότητα της έννοιας μιας λέξης ή πρότασης … Dictionary of Greek
επίρρημα — Άκλιτο μέρος του λόγου, το οποίο τοποθετείται δίπλα σε ένα ρήμα, επίθετο, ουσιαστικό ή ένα άλλο ε. τροποποιώντας την έννοιά τους (π.χ. βαδίζω αργά, πολύ ωραίος, η κάτω συνοικία, κάπως καλύτερα). Πρόκειται για σύνθετη λέξη, από την πρόθεση επί και … Dictionary of Greek
θετικός — ή, ό (ΑΜ θετικός, ή, όν) 1. βεβαιωτικός, καταφατικός («θετική απάντηση») 2. το ουδ. ως ουσ. το θετικό(ν) ο πρώτος βαθμός τών επιθέτων και τών επιρρημάτων από τον οποίο σχηματίζονται ο συγκριτικός και ο υπερθετικός 3. φρ. γραμμ. «θετικός βαθμός»… … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
ότι — (ΑΜ ὅτι, Α επικ. τ. και ὅττι) (σύνδ.) 1. (ειδικός που εισάγει αντικειμενική πρόταση μετά από λεκτικά, δοξαστικά, αισθήσεως και γνώσεως σημαντικά ρήματα και συντάσσεται κυρίως με οριστική κάθε χρόνου) πως (α. «μού είπε ότι θα έλθει» β. «ᾔσθετο ὅτι … Dictionary of Greek